Του Ανδρέα Δ. Μαυρογιάννη
Το θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης της Κύπρου με την Ελλάδα με την πόντιση καλωδίου από την Κύπρο στην Κρήτη (Great Sea Interconnector) έχει τον τελευταίο καιρό αναχθεί σε μείζον θέμα και αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε φορείς και εκπροσώπους πολιτικών, οικονομικών και άλλων συμφερόντων και φτάνει μέχρι το σημείο που δοκιμάζει την αγαστή σχέση Αθηνών - Λευκωσίας.
Όπως συνήθως στον τόπο μας οι αντιπαραθέσεις αυτές και η απίστευτη δυστοκία της κυβέρνησης στη λήψη αποφάσεων και η πρόδηλη ανεπάρκεια στους χειρισμούς, έχουν αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και δεν επέτρεψαν μια ορθολογική αξιολόγηση των πραγμάτων.
Στο πολύ σύντομο αυτό κείμενο, και χωρίς να διεκδικώ οποιαδήποτε ειδική τεχνική γνώση για το θέμα, θα ανατρέξω σε μερικά από το βασικά ερωτήματα που συνθέτουν το ζήτημα και θα υπενθυμίσω τον συναφή προβληματισμό και το πώς εντάσσεται σε μια ευρύτερη προοπτική.
1. Η ηλεκτρική διασύνδεση είναι μέρος της ευρύτερης αναζήτησης της βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και εντάσσεται στην πολιτική «Συνδέοντας την Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κύπρος αποτελεί σήμερα τη μόνη ενεργειακά απομονωμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι συνδεδεμένη με κανένα ενεργειακό δίκτυο, είτε ηλεκτρικό είτε σε αγωγό μεταφοράς πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Είναι εντυπωσιακά βαρύγδουπο μάλιστα που δεκατρία χρόνια μετά την ανακάλυψη του δικού μας φυσικού αερίου στο κοίτασμα Αφροδίτη, και στη συνέχεια και κάποιων άλλων κοιτασμάτων, η Κύπρος εξακολουθεί να στηρίζει τον ενεργειακό της εφοδιασμό στο ρυπογόνο μαζούτ που παράγει το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρικού ρεύματος της ΑΗΚ. Προστέθηκαν ευτυχώς σιγά σιγά, και βεβαίως ως συνήθως κάτω από αμφισβητούμενες συνθήκες και ενίοτε επαχθείς όρους, κάποια φωτοβολταϊκά πάρκα και κάποιες ανεμογεννήτριες, που όμως ακόμα και με την πρόσφατη εξάπλωση των φωτοβολταϊκών συστημάτων σε κατοικίες και άλλες μικρές μονάδες, δεν έχουν ακόμα επαρκώς διαφοροποιήσει τις βασικές συνισταμένες.
2. Η σύνδεση μέσω ηλεκτρικού καλωδίου με την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιοχής, έστω και αν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πανάκεια, που ως διά μαγείας θα επιλύσει όλα τα ενεργειακά μας προβλήματα, είναι αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση και θα επιτρέψει στην Κύπρο να επωφεληθεί από τη σταθεροποίηση των ηλεκτρικών συστημάτων, από την προσδοκώμενη μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, τη δραστική μείωση της ρύπανσης και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, ιδιαίτερα αν η παραγωγή δεν γίνεται με μαζούτ ή γενικά από πολύ ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, και αν δεν γίνεται κατά κύριο λόγο στη χώρα μας αλλά κάπου αλλού. Σίγουρα, από την άποψη αυτή το φυσικό αέριο, καίτοι ορυκτό καύσιμο, συνιστά σημαντική πρόοδο, τουλάχιστον την περίοδο αυτή και μέσα στα πλαίσια της σταδιακής πράσινης μετάβασης. Επίσης, θα μειώσει δραστικά τον φόρο άνθρακα και βεβαίως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, θα συμβάλει τα μέγιστα στην ενεργειακή μας ασφάλεια και θα δώσει και νέο περιεχόμενο στην πολιτική πώλησης ηλεκτρισμού προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα ενισχύοντας της ενοποιητική δυναμική.
3. Στην πρόσφατη συζήτηση ωστόσο δεν δόθηκε η δέουσα έμφαση σε ζητήματα που άπτονται της ίδιας της λογικής της διασύνδεσης: Ήτοι, ποιες άλλες χώρες θα συμμετέχουν; Γιατί το Ισραήλ που ήταν βασικό μέρος του αρχικού σχεδιασμού δεν έχει αναλάβει καμία δέσμευση; Ποια είναι τα επιδιωκόμενα γεωγραφικά όρια της διασύνδεσης; Ποιος είναι ο χρονικός ορίζοντας υλοποίησης και πώς διαρθρώνεται σε σχέση με τους στόχους της Αειφόρου Ανάπτυξης του ΟΗΕ, την Πράσινη Συμφωνία και το fit for 55;
Ιδανικά ο σχεδιασμός θα πρέπει να στηρίζεται σε μια βασική παραδοχή που αφορά την παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος που θα κυκλοφορεί μέσω των θαλασσίων, υπερπόντιων και επίγειων ηλεκτρικών καλωδίων και θα διανέμεται στις συμμετέχουσες χώρες. Βεβαία, τυπικά κάθε εσωτερικό ηλεκτρικό σύστημα θα μπορεί να ανεβάζει ηλεκτρικό ρεύμα στη διασύνδεση, αλλά για την επίτευξη των μακρόπνοων στόχων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί παραγωγή από τις χώρες του Κόλπου που θα χρησιμοποιούν τα δικά τους ορυκτά καύσιμα, είτε του Ισραήλ που αντί να εξάγει το φυσικό του αέριο με υγραεριοφόρα πλοία LNG είτε με αγωγούς, θα μπορούσε να το χρησιμοποιεί για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρισμού που θα το πωλεί ανεβάζοντάς το στο σύστημα και δημιουργώντας έτσι μια απλούστερη, αποτελεσματικότερη και προφανώς περισσότερη κερδοφόρα εναλλακτική επιλογή. Θα πρέπει βεβαίως να επιλύσουν οι χώρες αυτές το πρόβλημα του μεγέθους της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που θα προκαλεί η μεγάλη παραγωγή ηλεκτρισμού από ορυκτά καύσιμα.
Επίσης, εδώ και μερικές δεκαετίες είναι στα σκαριά η ιδέα αξιοποίησης της ηλιοφάνειας και των ειδικών συνθηκών των χωρών της Βορείου Αφρικής με την κατασκευή γιγάντειων ηλιακών και φωτοβολταϊκών πάρκων στην έρημο, για παραγωγή ηλεκτρισμού και τη μεταφορά του με υποβρύχια καλώδια στη βόρεια όχθη της Μεσογείου. Ο σχεδιασμός αυτό προσέκρουε μέχρις εσχάτως σε τεχνικά ζητήματα, όπως οι μεγάλες απώλειες φορτίου, που φαίνεται όμως πως έχουν πλέον επιλυθεί. Επίσης, τα απαράκαμπτα πολιτικά προβλήματα που δεν θεωρούνται πλέον ότι συνιστούν ανυπέρβλητα εμπόδια. Η ιδέα αυτή στηριζόταν στην προσέγγιση της Ένωσης για τη Μεσόγειο για μια νέα σφαιρική σχέση ανάμεσα στη νότια και τη βόρεια πλευρά της Μεσογείου.
4. Με αυτά τα δεδομένα, και δίχως να αμφισβητώ τη χρησιμότητα και τον καταλυτικό ρόλο του καλωδίου ανάμεσα στην Κύπρο και στην Κρήτη, θεωρώ ότι χωρίς σαφείς απαντήσεις σε σχέση με την παραγωγή του ηλεκτρισμού, και την ένταξη της διασύνδεσης αυτής στο ευρύτερο πλαίσιο και προοπτική, είναι σαν να βάζουμε την άμαξα μπροστά από τα άλογα και θα πρέπει να γίνει τάχιστα ο δέον εξορθολογισμός. Επιπλέον, αν δεν λειτουργήσει η διασύνδεση ως μέρος ενός ευρύτερου διευρωπαϊκού δικτύου και σε συνάφεια με τα τεκταινόμενα στον ενεργειακό χάρτη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, τα οικονομικά οφέλη θα παραμείνουν οριακά.
Ελπίζω η πρόσφατη περιπέτεια και το φιάσκο στο θέμα του τερματικού στο Βασιλικό να μας οδηγήσει σε σοφότερες πολιτικές και κατάλληλα στοχευμένες δράσεις.
5. Η στήριξη από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σχέδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης είναι πολύ ισχυρό εχέγγυο, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως εντάσσεται και αυτή στην ευρύτερη λογική που έχουμε περιγράψει. Λύσεις φιλικότερες προς το περιβάλλον με ταυτόχρονη ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομίζω, επίσης, ότι μια σύνθεση διαφόρων λύσεων παραμένει προτιμητέα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων στις δύο επόμενες δεκαετίες. Αυτό ισχύει και για το δικό μας ενεργειακό μίγμα, τόσο σ’ ό,τι αφορά τις πηγές, το είδος και την προέλευση. Η ραγδαία ανάπτυξη των τρόπων αποθήκευσης, και δη η επικέντρωση στο υδρογόνο, σηματοδοτούν τη σταδιακή επικράτηση της πράσινης οικονομίας και τον μετριασμό των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, που αποτελεί μια από τις βασικές και ζωτικής σημασίας προτεραιότητες της ΕΕ. Η πρόσφατη Έκθεση Ντράγκι για την Ευρωπαϊκή Ανταγωνιστικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει τον κομβικό ρόλο της καθαρής ενέργεια και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο νέο υπό διαμόρφωση πεδίο του ευρωπαϊκού οικονομικού γίγνεσθαι.
6. Τέλος, συζήτηση στην Κύπρο για το θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης είχε αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια με ιδιωτική πρωτοβουλία με τον Euro-Asia Interconnector με όραμα την ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ-Κύπρου- Ελλάδας. Η παρούσα διασύνδεση εμπλέκει κυβερνήσεις και δημόσιες Αρχές και μεταφέρει το κόστος και το ρίσκο στον πολίτη και στον καταναλωτή. Ιδανικά, και αν η οικονομική βιωσιμότητα είναι διασφαλισμένη, δεν θα έπρεπε το όλο εγχείρημα να αναληφθεί από ιδιώτες επενδυτές, σίγουρα πάντα με τη σημαντική συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολύ σημαντικό έργο προτεραιότητας, με τον δημόσιο τομέα να περιορίζεται στη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, την επίλυση των νομικών θεμάτων και στη λυσιτελή αντιμετώπιση του γεωπολιτικού κινδύνου, απευκταίου, αλλά δυστυχώς μη πλήρως αποκλειομένου.
Η ρευστή κατάσταση και τα προβλήματα της περιοχής μας, τόσο με το Ουκρανικό όσο και με τις επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα αλλά και ευρύτερα, οι εξελίξεις στον Λίβανο, Συρία, στο Ιράν και οι δράσεις των Χούθι στην Υεμένη επιδεινώνουν την αποσταθεροποίηση και δημιουργούν τεράστια αβεβαιότητα με απρόβλεπτες συνέπειες πάνω απ’ όλα για την ανθρώπινη ζωή, αλλά και για τη διαμόρφωση του νέου οικονομικού οικοδομήματος της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Για μια ακόμα φορά, ανεξάρτητα από τη δική της βούληση, η Κύπρος πλέει σε θολά νερά. Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, με τους χειρισμούς μας να διασφαλίσουμε το αύριο και τη θέση και τον ρόλο μας στην περιοχή, στην Ευρώπη και στον κόσμο.